- ησυχίαι
- ἡσυχίαιἡσυχίαrest: fem nom /voc plἡσυχίᾱͅ , ἡσυχίαrest: fem dat sg (attic doric aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Ἡσυχίαι — Ἡσυχίᾱͅ , Ἡσυχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχίαι — ἡσυχία rest fem nom/voc pl ἡσυχίᾱͅ , ἡσυχία rest fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσύχιαι — Ἡσυχία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχίᾳ — ἡσυχίαι , ἡσυχία rest fem nom/voc pl ἡσυχίᾱͅ , ἡσυχία rest fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήπομαι — ΝΜΑ, και σέπομαι Ν, και ενεργ. σήπω Α αποσυντίθεμαι, φθείρομαι από αποσύνθεση, σαπίζω αρχ. 1. ενεργ. σήπω α) προξενώ σήψη, επιφέρω αποσύνθεση («... ἔχιδν ἔφυ σήπειν θιγοῡσ ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», Αισχύλ.) β) φθείρω, καταστρέφω («αἱ ἡσυχίαι… … Dictionary of Greek